Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
View word page
παρ-πόδιος
παρ-πόδιοςονdial.adjπαράπούς of bloodshedbefore one's feetimminentPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρπόδιος
Headword (normalized):
παρπόδιος
Headword (normalized/stripped):
παρποδιος
IDX:
31505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31506
Key:
παρπόδιος

Data

{'headword_display': '<b>παρ-πόδιος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παρ-πόδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>παρά</Ref><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of bloodshed</Indic><Def>before one's feet</Def><Tr>imminent</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>", 'key': 'παρπόδιος'}