Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
View word page
παρπέταμαι
παρπέταμαιdial.mid.vbseeπαραπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρπέταμαι
Headword (normalized):
παρπέταμαι
Headword (normalized/stripped):
παρπεταμαι
IDX:
31504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31505
Key:
παρπέταμαι

Data

{'headword_display': '<b>παρπέταμαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρπέταμαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παραπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρπέταμαι'}