Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
View word page
παροψώνημα
παροψώνημαατοςn fig., in dub.ctxt.added relishref. to pleasureA.

ShortDef

an addition to the regular fare, a dainty

Debugging

Headword:
παροψώνημα
Headword (normalized):
παροψώνημα
Headword (normalized/stripped):
παροψωνημα
IDX:
31502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31503
Key:
παροψώνημα

Data

{'headword_display': '<b>παροψώνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροψώνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>fig., in dub.ctxt.</Indic><Tr>added relish<Expl>ref. to pleasure</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροψώνημα'}