Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάρος
Πάρος
παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
View word page
παρόψομαι
παρόψομαιfut.mid.seeπαροράω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρόψομαι
Headword (normalized):
παρόψομαι
Headword (normalized/stripped):
παροψομαι
IDX:
31500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31501
Key:
παρόψομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρόψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>παρόψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παροράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρόψομαι'}