Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάρορνις
παρόρνῡμι
παρορύσσω
πάρος
Πάρος
παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
View word page
παροχή
παροχήῆςfπαρέχω provisionw.gen.of hospitalityPlb. concr.provisions, sustenancePlb.

ShortDef

a supplying, furnishing

Debugging

Headword:
παροχή
Headword (normalized):
παροχή
Headword (normalized/stripped):
παροχη
IDX:
31497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31498
Key:
παροχή

Data

{'headword_display': '<b>παροχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παρέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>provision<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of hospitality</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Indic>concr.</Indic><Tr>provisions, sustenance</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροχή'}