Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρόρνῡμι
παρορύσσω
πάρος
Πάρος
παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
View word page
παρουαῖος
παρουαῖοςη ονIon.adjπαρώᾱς chestnut-colouredof houndsred-brown, chestnutCall.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρουαῖος
Headword (normalized):
παρουαῖος
Headword (normalized/stripped):
παρουαιος
IDX:
31493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31494
Key:
παρουαῖος

Data

{'headword_display': '<b>παρουαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρουαῖος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>παρώᾱς</Ref> <ital>chestnut-coloured</ital></Ety></HG><aS1><Indic>of hounds</Indic><Tr>red-brown, chestnut</Tr><Au>Call.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'παρουαῖος'}