Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρόρνῡμι
παρορύσσω
πάρος
Πάρος
παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
View word page
παρ-οτρῡ́νω
παρ-οτρῡ́νωvb stir up, incitepeopleagainst someoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροτρῡ́νω
Headword (normalized):
παροτρῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
παροτρυνω
IDX:
31492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31493
Key:
παροτρῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-οτρῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-οτρῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>stir up, incite</Tr><Obj>people<Expl>against someone</Expl><Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παροτρῡ́νω'}