Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροξῡ́νω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτάομαι
παρόρᾱσις
παροράω
παροργίζω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρόρνῡμι
παρορύσσω
πάρος
Πάρος
παροτρῡ́νω
παρουαῖος
παρουσίᾱ
παροχέομαι
View word page
παρορμητικός
παρορμητικόςή όνadjof a circumstanceoffering an incentivew.prep.phr.to marriagePlu.

ShortDef

stimulative

Debugging

Headword:
παρορμητικός
Headword (normalized):
παρορμητικός
Headword (normalized/stripped):
παρορμητικος
IDX:
31485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31486
Key:
παρορμητικός

Data

{'headword_display': '<b>παρορμητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρορμητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a circumstance</Indic><Tr>offering an incentive<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to marriage</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρορμητικός'}