Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξῡ́νω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτάομαι
παρόρᾱσις
παροράω
παροργίζω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
View word page
παρ-οπλίζω
παρ-οπλίζωvb disarm someonePlb.pass.be left without weaponsPlu.

ShortDef

to disarm

Debugging

Headword:
παροπλίζω
Headword (normalized):
παροπλίζω
Headword (normalized/stripped):
παροπλιζω
IDX:
31477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31478
Key:
παροπλίζω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-οπλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-οπλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>disarm</Tr> <Obj>someone<Au>Plb.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be left without weapons</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'παροπλίζω'}