Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξῡ́νω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτάομαι
παρόρᾱσις
παροράω
παροργίζω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
View word page
παροξυσμός
παροξυσμόςοῦm exasperation, irritationD.sharp disagreementbetw. personsNT.

ShortDef

irritation, exasperation

Debugging

Headword:
παροξυσμός
Headword (normalized):
παροξυσμός
Headword (normalized/stripped):
παροξυσμος
IDX:
31476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31477
Key:
παροξυσμός

Data

{'headword_display': '<b>παροξυσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροξυσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>exasperation, irritation</Tr><Au>D.</Au></nS1><nS1><Tr>sharp disagreement<Expl>betw. persons</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροξυσμός'}