Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξῡ́νω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτάομαι
παρόρᾱσις
παροράω
παροργίζω
παρορμάω
View word page
παρ-ομολογέω
παρ-ομολογέωcontr.vb agree w.inf.to do sthg.Plb.w.compl.cl.that sthg. is the casePlb.

ShortDef

grant

Debugging

Headword:
παρομολογέω
Headword (normalized):
παρομολογέω
Headword (normalized/stripped):
παρομολογεω
IDX:
31472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31473
Key:
παρομολογέω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-ομολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-ομολογέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>agree</Tr> <Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παρομολογέω'}