Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκραγής
ἀκρᾱής
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἀκρασίᾱ
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατής
ἀκρᾱτίζομαι
ἀκρᾱ́τιστος
ἀκρᾱτοποσίᾱ
ἀκρᾱτοπότης
ἄκρᾱτος
αββα
Ἄβδηρα
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
ἀβελτερίᾱ
ἀβέλτερος
View word page
ἀκρᾱ́τιστος
ἀκρᾱ́τιστοςονadj having eaten breakfastTheoc.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρᾱ́τιστος
Headword (normalized):
ἀκρᾱ́τιστος
Headword (normalized/stripped):
ακρατιστος
IDX:
3146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3147
Key:
ἀκρᾱ́τιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρᾱ́τιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκρᾱ́τιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>having eaten breakfast</Tr><Au>Theoc.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκρᾱ́τιστος'}