Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξῡ́νω
παροξυσμός
παροπλίζω
View word page
παρ-ολισθάνω
παρ-ολισθάνωvbaor.2
παρώλισθον
fig., of a nation slipfr. its former standard of conductPlb.

ShortDef

slip aside

Debugging

Headword:
παρολισθάνω
Headword (normalized):
παρολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
παρολισθανω
IDX:
31467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31468
Key:
παρολισθάνω

Data

{'headword_display': '<b>παρ-ολισθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-ολισθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>παρώλισθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>fig., of a nation</Indic> <Tr>slip<Expl>fr. its former standard of conduct</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παρολισθάνω'}