Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξῡ́νω
View word page
παροκωχή
παροκωχήῆςfπαρέχω act of providingprovisionw.gen.of ships, for alliesTh.

ShortDef

a supplying, furnishing

Debugging

Headword:
παροκωχή
Headword (normalized):
παροκωχή
Headword (normalized/stripped):
παροκωχη
IDX:
31465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31466
Key:
παροκωχή

Data

{'headword_display': '<b>παροκωχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροκωχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παρέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of providing</Def><Tr>provision<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of ships, for allies</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροκωχή'}