Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοίωσις
παρομολογέω
View word page
παροίτατος
παροίτατοςη ονep.superl.adjπάροιθε quasi-advbl., of a person acting or speakingfirst of allbefore othersAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροίτατος
Headword (normalized):
παροίτατος
Headword (normalized/stripped):
παροιτατος
IDX:
31462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31463
Key:
παροίτατος

Data

{'headword_display': '<b>παροίτατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παροίτατος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>ep.superl.adj</PS><Ety><Ref>πάροιθε</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a person acting or speaking</Indic><Tr>first of all<Expl>before others</Expl></Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παροίτατος'}