Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
View word page
παροινικός
παροινικόςή όνadjof a personinclined to drunken misbehaviourAr.

ShortDef

addicted to wine

Debugging

Headword:
παροινικός
Headword (normalized):
παροινικός
Headword (normalized/stripped):
παροινικος
IDX:
31460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31461
Key:
παροινικός

Data

{'headword_display': '<b>παροινικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παροινικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>inclined to drunken misbehaviour</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παροινικός'}