Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολισθάνω
παρομαρτέω
View word page
παροινίᾱ
παροινίᾱᾱςf drunken violenceabuseAtt.orats. X. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροινίᾱ
Headword (normalized):
παροινίᾱ
Headword (normalized/stripped):
παροινια
IDX:
31458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31459
Key:
παροινίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παροινίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροινίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>drunken violence<or/>abuse</Tr><Au>Att.orats. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροινίᾱ'}