Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
πάροινος
παροίτατος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
View word page
παροιμιώδης
παροιμιώδηςεςadj of an expressionproverbialPlu.

ShortDef

proverbial

Debugging

Headword:
παροιμιώδης
Headword (normalized):
παροιμιώδης
Headword (normalized/stripped):
παροιμιωδης
IDX:
31456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31457
Key:
παροιμιώδης

Data

{'headword_display': '<b>παροιμιώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παροιμιώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an expression</Indic><Tr>proverbial</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παροιμιώδης'}