Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
παροινικός
View word page
παροικίᾱ
παροικίᾱᾱςf temporary residence in a foreign landNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροικίᾱ
Headword (normalized):
παροικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
παροικια
IDX:
31450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31451
Key:
παροικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παροικίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροικίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>temporary residence in a foreign land</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροικίᾱ'}