Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
παροινέω
παροινίᾱ
παροίνια
View word page
παροίκησις
παροίκησιςεωςf state of living nearbyneighbourship, proximityTh.

ShortDef

a neighbourhood

Debugging

Headword:
παροίκησις
Headword (normalized):
παροίκησις
Headword (normalized/stripped):
παροικησις
IDX:
31449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31450
Key:
παροίκησις

Data

{'headword_display': '<b>παροίκησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παροίκησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of living nearby</Def><Tr>neighbourship, proximity</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παροίκησις'}