Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
παροικίζω
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμίᾱ
παροιμιάζομαι
παροιμιώδης
View word page
παρ-οίγνῡμι
παρ-οίγνῡμιvbaor.ptcpl.
παροίξᾱς
partially open w.acc.partitv.gen.a doorE. Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροίγνῡμι
Headword (normalized):
παροίγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
παροιγνυμι
IDX:
31446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31447
Key:
παροίγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>παρ-οίγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρ-οίγνῡμι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>παροίξᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>partially open</Tr> <Cmpl><GLbl>w.acc.<or/>partitv.gen.</GLbl>a door<Au>E. Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παροίγνῡμι'}