Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παριτός
παρκατέλεκτο
πάρκειμαι
παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
παροικίᾱ
View word page
παρμόνιμος
παρμόνιμοςdial.adjseeπαραμόνιμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρμόνιμος
Headword (normalized):
παρμόνιμος
Headword (normalized/stripped):
παρμονιμος
IDX:
31440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31441
Key:
παρμόνιμος

Data

{'headword_display': '<b>παρμόνιμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρμόνιμος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>παραμόνιμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρμόνιμος'}