Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρίστημι
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παριτός
παρκατέλεκτο
πάρκειμαι
παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
πάροιθε(ν)
παροικέω
παροίκησις
View word page
παρμένω
παρμένωep.vbseeπαραμένω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρμένω
Headword (normalized):
παρμένω
Headword (normalized/stripped):
παρμενω
IDX:
31439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31440
Key:
παρμένω

Data

{'headword_display': '<b>παρμένω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρμένω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παραμένω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρμένω'}