Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρᾱ́αντος
ἄκρᾱβος
Ἀκράγας
ἀκραγής
ἀκρᾱής
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἀκρασίᾱ
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
ἀκρατής
ἀκρᾱτίζομαι
ἀκρᾱ́τιστος
ἀκρᾱτοποσίᾱ
ἀκρᾱτοπότης
ἄκρᾱτος
αββα
Ἄβδηρα
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
View word page
ἀκρατευτικός
ἀκρατευτικόςή όνadj of wrongdoingsarising from a lack of self-controlArist.

ShortDef

arising from incontinence

Debugging

Headword:
ἀκρατευτικός
Headword (normalized):
ἀκρατευτικός
Headword (normalized/stripped):
ακρατευτικος
IDX:
3143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3144
Key:
ἀκρατευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρατευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκρατευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of wrongdoings</Indic><Tr>arising from a lack of self-control</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκρατευτικός'}