Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρίσδω
πάρισος
παρισόω
παρίστημι
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παριτός
παρκατέλεκτο
πάρκειμαι
παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
παροδεύω
πάροδος
παροίγνῡμι
View word page
παρκύπτω
παρκύπτωdial.vbseeπαρακύπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρκύπτω
Headword (normalized):
παρκύπτω
Headword (normalized/stripped):
παρκυπτω
IDX:
31436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31437
Key:
παρκύπτω

Data

{'headword_display': '<b>παρκύπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρκύπτω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παρακύπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρκύπτω'}