Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσδω
πάρισος
παρισόω
παρίστημι
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παριτός
παρκατέλεκτο
πάρκειμαι
παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
πάρνοψ
View word page
παριτός
παριτόςή όνadjπάρειμι2 in neg.phr., of a mountainto be traversedtroddenby someoneCall.

ShortDef

accessible

Debugging

Headword:
παριτός
Headword (normalized):
παριτός
Headword (normalized/stripped):
παριτος
IDX:
31433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31434
Key:
παριτός

Data

{'headword_display': '<b>παριτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παριτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πάρειμι<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>in neg.phr., of a mountain</Indic><Tr>to be traversed<or/>trodden<Expl>by someone</Expl></Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παριτός'}