Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πάριος
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσδω
πάρισος
παρισόω
παρίστημι
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παριτός
παρκατέλεκτο
πάρκειμαι
παρκύπτω
παρμέμβλωκα
Παρμενίδης
παρμένω
παρμόνιμος
πάρμονος
Παρνᾱσσός
View word page
παριτητέα
παριτητέαneut.pl.impers.vbl.adj.seeπάρειμι2

ShortDef

one must come forward

Debugging

Headword:
παριτητέα
Headword (normalized):
παριτητέα
Headword (normalized/stripped):
παριτητεα
IDX:
31432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31433
Key:
παριτητέα

Data

{'headword_display': '<b>παριτητέα</b>', 'content': '<XE><RefFm>παριτητέα<LblR>neut.pl.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πάρειμι<Hm>2</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'παριτητέα'}