Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρθενίᾱ
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενοπῑ́πης
παρθένος
παρθενόσφαγος
Παρθενών
παρθενῶνες
παρθενωπός
Πάρθοι
παριαύω
παρίζω
παρίημι
παρῑ́κω
Πάριος
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσδω
View word page
παρθεν-ωπός
παρθεν-ωπόςόνadjὤψ pejor., of a manwith girlish looksE.

ShortDef

of maiden aspect

Debugging

Headword:
παρθενωπός
Headword (normalized):
παρθενωπός
Headword (normalized/stripped):
παρθενωπος
IDX:
31416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31417
Key:
παρθενωπός

Data

{'headword_display': '<b>παρθεν-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρθεν-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>pejor., of a man</Indic><Tr>with girlish looks</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρθενωπός'}