Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρήπαφον
παρῄς
παρήσω
παρθενείᾱ
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενίᾱ
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενοπῑ́πης
παρθένος
παρθενόσφαγος
Παρθενών
παρθενῶνες
παρθενωπός
Πάρθοι
παριαύω
παρίζω
View word page
παρθένιον
παρθένιονουna kind of medicinal plantfeverfewPlu.

ShortDef

feverfew, Pyrethrum Parthenium
Parthenium, a mountain

Debugging

Headword:
παρθένιον
Headword (normalized):
παρθένιον
Headword (normalized/stripped):
παρθενιον
IDX:
31409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31410
Key:
παρθένιον

Data

{'headword_display': '<b>παρθένιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρθένιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>a kind of medicinal plant</Def><Tr>feverfew</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παρθένιον'}