Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρηορίαι
παρήπαφον
παρῄς
παρήσω
παρθενείᾱ
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενίᾱ
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενοπῑ́πης
παρθένος
παρθενόσφαγος
Παρθενών
παρθενῶνες
παρθενωπός
Πάρθοι
παριαύω
View word page
παρθενικός
παρθενικόςή όνadjof a style of tunic at Spartafor a girlPlu.

ShortDef

of a παρθένος, an unmarried girl

Debugging

Headword:
παρθενικός
Headword (normalized):
παρθενικός
Headword (normalized/stripped):
παρθενικος
IDX:
31408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31409
Key:
παρθενικός

Data

{'headword_display': '<b>παρθενικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρθενικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a style of tunic at Sparta</Indic><Tr>for a girl</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρθενικός'}