Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιτον
παρηλλαγμένως
πάρημαι
πάρηξις
παρηορίαι
παρήπαφον
παρῄς
παρήσω
παρθενείᾱ
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενίᾱ
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενοπῑ́πης
παρθένος
View word page
παρθενείᾱ
παρθενείᾱfseeπαρθενίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθενείᾱ
Headword (normalized):
παρθενείᾱ
Headword (normalized/stripped):
παρθενεια
IDX:
31402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31403
Key:
παρθενείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παρθενείᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρθενείᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>παρθενίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρθενείᾱ'}