Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρήκμακα
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιτον
παρηλλαγμένως
πάρημαι
πάρηξις
παρηορίαι
παρήπαφον
παρῄς
παρήσω
παρθενείᾱ
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενίᾱ
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενοπῑ́πης
View word page
παρήσω
παρήσωfut.seeπαρίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρήσω
Headword (normalized):
παρήσω
Headword (normalized/stripped):
παρησω
IDX:
31401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31402
Key:
παρήσω

Data

{'headword_display': '<b>παρήσω</b>', 'content': '<XE><RefFm>παρήσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παρίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρήσω'}