Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρηγορίᾱ
παρήγορος
παρήειν
παρῆεν
παρήια
παρήιξα
παρήιον
παρηίς
παρήισαν
παρῆκα
παρήκμακα
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιτον
παρηλλαγμένως
πάρημαι
πάρηξις
παρηορίαι
παρήπαφον
παρῄς
παρήσω
View word page
παρήκμακα
παρήκμακαpf.seeπαρακμάζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρήκμακα
Headword (normalized):
παρήκμακα
Headword (normalized/stripped):
παρηκμακα
IDX:
31391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31392
Key:
παρήκμακα

Data

{'headword_display': '<b>παρήκμακα</b>', 'content': '<XE><RefFm>παρήκμακα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>παρακμάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρήκμακα'}