Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκουάζω
ἀκουή
ἄκουρος
ἄκουρος
ᾱ̓κούσιος
ἄκουσμα
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκούω
ἄκρᾱ
ἀκρᾱ́αντος
ἄκρᾱβος
Ἀκράγας
ἀκραγής
ἀκρᾱής
ἀκραιφνής
ἄκραντος
ἀκρασίᾱ
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
View word page
ἀκρᾱ́αντος
ἀκρᾱ́αντοςep.adjseeἄκραντος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρᾱ́αντος
Headword (normalized):
ἀκρᾱ́αντος
Headword (normalized/stripped):
ακρααντος
IDX:
3133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3134
Key:
ἀκρᾱ́αντος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρᾱ́αντος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀκρᾱ́αντος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄκραντος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀκρᾱ́αντος'}