Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρέκ
παρεκβαίνω
παρέκβασις
παρεκδέχομαι
παρεκδραμεῖν
παρεκέσκετο
παρεκθέω
παρεκκλῑ́νω
παρεκλέγω
παρεκνέομαι
παρεκπροφεύγω
παρεκτείνω
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρελαύνω
παρέλκω
παρεμβάλλω
παρεμβλέπω
παρεμβολή
παρέμμεναι
παρεμπίμπλημι
View word page
παρεκ-προφεύγω
παρεκ-προφεύγωvb of prizesslip away pasteludesomeoneIl.

ShortDef

to flee forth from, elude

Debugging

Headword:
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized):
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παρεκπροφευγω
IDX:
31309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31310
Key:
παρεκπροφεύγω

Data

{'headword_display': '<b>παρεκ-προφεύγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρεκ-προφεύγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of prizes</Indic><Def>slip away past</Def><Tr>elude</Tr><Obj>someone<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παρεκπροφεύγω'}