Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἄκοτος
ἀκούᾱ
ἀκουάζω
ἀκουή
ἄκουρος
ἄκουρος
ᾱ̓κούσιος
ἄκουσμα
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκούω
ἄκρᾱ
ἀκρᾱ́αντος
ἄκρᾱβος
Ἀκράγας
ἀκραγής
ἀκρᾱής
ἀκραιφνής
ἄκραντος
View word page
ἀκουστικός
ἀκουστικόςή όνadj disposed to listenw.gen.to someoneArist.

ShortDef

of/for hearing

Debugging

Headword:
ἀκουστικός
Headword (normalized):
ἀκουστικός
Headword (normalized/stripped):
ακουστικος
IDX:
3129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3130
Key:
ἀκουστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀκουστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκουστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>disposed to listen<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκουστικός'}