Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρέδραμον
παρεδρεύω
παρεδριάω
πάρεδρος
παρέζομαι
παρεθῆναι
παρέθρεξα
παρέθρισα
παρειᾱ́
παρείᾱς
παρείατο
παρεῖδον
παρείθην
παρεικάζω
παρείκω
παρεῖμαι
πάρειμι
πάρειμι
παρεῖναι
παρεῖναι
παρεῖπον
View word page
παρείατο
παρείατο3sg. and 3pl. impf.mid.seeπάρημαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρείατο
Headword (normalized):
παρείατο
Headword (normalized/stripped):
παρειατο
IDX:
31274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31275
Key:
παρείατο

Data

{'headword_display': '<b>παρείατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>παρείατο<LblR>3sg. and 3pl. impf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πάρημαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρείατο'}