Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραχώρησις
παραψάλλω
παραψαύω
παραψιδάζω
παράψογοι
παραψῡκτήριον
παραψῠχή
παραψῡ́χω
παρβάδᾱν
παρβαίνω
παρβασίᾱ
παρβατός
παρβεβαώς
παρβολάδην
παρδακός
παρδαλέᾱ
πάρδαλις
παρέᾱσι
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
View word page
παρβασίᾱ
παρβασίᾱᾱςdial.f transgression, crimeA.cf.παραιβασίη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρβασίᾱ
Headword (normalized):
παρβασίᾱ
Headword (normalized/stripped):
παρβασια
IDX:
31244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31245
Key:
παρβασίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>παρβασίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παρβασίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.f</PS></HG> <nS1><Tr>transgression, crime</Tr><Au>A.</Au><XR>cf.<Ref>παραιβασίη</Ref></XR></nS1></NE>', 'key': 'παρβασίᾱ'}