Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραχωρέω
παραχώρησις
παραψάλλω
παραψαύω
παραψιδάζω
παράψογοι
παραψῡκτήριον
παραψῠχή
παραψῡ́χω
παρβάδᾱν
παρβαίνω
παρβασίᾱ
παρβατός
παρβεβαώς
παρβολάδην
παρδακός
παρδαλέᾱ
πάρδαλις
παρέᾱσι
παρέγγραπτος
παρεγγράφω
View word page
παρβαίνω
παρβαίνωep.vbseeπαραβαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρβαίνω
Headword (normalized):
παρβαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρβαινω
IDX:
31243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31244
Key:
παρβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>παρβαίνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρβαίνω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παραβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρβαίνω'}