Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρῴζομαι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραψάλλω
παραψαύω
παραψιδάζω
παράψογοι
παραψῡκτήριον
παραψῠχή
παραψῡ́χω
παρβάδᾱν
παρβαίνω
παρβασίᾱ
παρβατός
παρβεβαώς
παρβολάδην
View word page
παρα-ψιδάζω
παρα-ψιδάζωvbψιάς spattersomeonew.dat.w. shitHippon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραψιδάζω
Headword (normalized):
παραψιδάζω
Headword (normalized/stripped):
παραψιδαζω
IDX:
31237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31238
Key:
παραψιδάζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-ψιδάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-ψιδάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ψιάς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>spatter<Expl>someone</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. shit<Au>Hippon.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραψιδάζω'}