Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρῴζομαι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραψάλλω
παραψαύω
παραψιδάζω
παράψογοι
παραψῡκτήριον
παραψῠχή
παραψῡ́χω
παρβάδᾱν
παρβαίνω
παρβασίᾱ
παρβατός
View word page
παρα-ψάλλω
παρα-ψάλλωvb lightly twangbowstringsPlu.

ShortDef

to touch lightly

Debugging

Headword:
παραψάλλω
Headword (normalized):
παραψάλλω
Headword (normalized/stripped):
παραψαλλω
IDX:
31235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31236
Key:
παραψάλλω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-ψάλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-ψάλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lightly twang</Tr><Obj>bowstrings<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραψάλλω'}