Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρῴζομαι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραψάλλω
παραψαύω
παραψιδάζω
παράψογοι
παραψῡκτήριον
παραψῠχή
παραψῡ́χω
παρβάδᾱν
View word page
παρα-χρῴζομαι
παρα-χρῴζομαιpass.vbpf.ptcpl.
παρακεχρωσμένος
of harmonies and melodiesbe irregular in colouringperh.ref. to being highly ornamentedArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραχρῴζομαι
Headword (normalized):
παραχρῴζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραχρωζομαι
IDX:
31232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31233
Key:
παραχρῴζομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-χρῴζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-χρῴζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>παρακεχρωσμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of harmonies and melodies</Indic><Tr>be irregular in colouring<Expl>perh.ref. to being highly ornamented</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραχρῴζομαι'}