Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκόρητος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἄκος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμίᾱ
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἄκοτος
ἀκούᾱ
ἀκουάζω
ἀκουή
ἄκουρος
ἄκουρος
ᾱ̓κούσιος
ἄκουσμα
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκούω
ἄκρᾱ
View word page
ἀκούᾱ
ἀκούᾱAeol.fseeἀκοή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκούᾱ
Headword (normalized):
ἀκούᾱ
Headword (normalized/stripped):
ακουα
IDX:
3122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3123
Key:
ἀκούᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀκούᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀκούᾱ</HL><PS>Aeol.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀκοή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀκούᾱ'}