Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρυκτωρεύομαι
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρῴζομαι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραψάλλω
View word page
παρα-χειμάζω
παρα-χειμάζωvb of personsspend the winterusu. w.adv.prep.phr.somewhereD. Plb. NT. Plu.of a shipNT.

ShortDef

to winter in

Debugging

Headword:
παραχειμάζω
Headword (normalized):
παραχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
παραχειμαζω
IDX:
31225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31226
Key:
παραχειμάζω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-χειμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-χειμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>spend the winter<Expl>usu. <GLbl>w.adv.<or/>prep.phr.</GLbl>somewhere</Expl></Tr><Au>D. Plb. NT. Plu.</Au><vS2><Indic>of a ship</Indic><Au>NT.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'παραχειμάζω'}