Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραφράσσομαι
παραφρονέω
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρυκτωρεύομαι
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρῴζομαι
παραχωρέω
View word page
παρα-φύομαι
παρα-φύομαιpass.vbstatv.pf.act.
παραπέφῡκα
of a podgrow at the sideof a plantHdt. of a treegrow nearbyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφύομαι
Headword (normalized):
παραφύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραφυομαι
IDX:
31223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31224
Key:
παραφύομαι

Data

{'headword_display': '<b>παρα-φύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-φύομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>statv.pf.act.</Lbl><Form>παραπέφῡκα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a pod</Indic><Tr>grow at the side<Expl>of a plant</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a tree</Indic><Tr>grow nearby</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'παραφύομαι'}