Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραφορότης
παραφράγματα
παραφράσσομαι
παραφρονέω
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρυκτωρεύομαι
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
παραχρῆμα
View word page
παραφυλακή
παραφυλακήῆςfπαραφυλάσσω garrisonin a cityPlb.

ShortDef

a guard, watch, garrison

Debugging

Headword:
παραφυλακή
Headword (normalized):
παραφυλακή
Headword (normalized/stripped):
παραφυλακη
IDX:
31221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31222
Key:
παραφυλακή

Data

{'headword_display': '<b>παραφυλακή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>παραφυλακή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>παραφυλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>garrison<Expl>in a city</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'παραφυλακή'}