Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παράφορος
παραφορότης
παραφράγματα
παραφράσσομαι
παραφρονέω
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρυκτωρεύομαι
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
παραχειμασίᾱ
παραχέω
παραχορδίζω
παραχόω
παραχράομαι
View word page
παραφυής
παραφυήςέςadj neut.sb.ref. to rhetoricoffshootw.gen.of dialecticArist.

ShortDef

growing beside

Debugging

Headword:
παραφυής
Headword (normalized):
παραφυής
Headword (normalized/stripped):
παραφυης
IDX:
31220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31221
Key:
παραφυής

Data

{'headword_display': '<b>παραφυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παραφυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Indic>ref. to rhetoric</Indic><Def>offshoot<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of dialectic</Expl></Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'παραφυής'}