Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παράφθεγμα
παραφορᾱ́
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
παραφράγματα
παραφράσσομαι
παραφρονέω
παραφρόνιμος
παραφροσύνη
παραφρυκτωρεύομαι
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακή
παραφυλάσσω
παραφύομαι
παραχαλάω
παραχειμάζω
View word page
παραφρόνιμος
παραφρόνιμοςονadj of a personout of one's senses, madS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραφρόνιμος
Headword (normalized):
παραφρόνιμος
Headword (normalized/stripped):
παραφρονιμος
IDX:
31215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31216
Key:
παραφρόνιμος

Data

{'headword_display': '<b>παραφρόνιμος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>παραφρόνιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>out of one's senses, mad</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>", 'key': 'παραφρόνιμος'}