Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παραυδάω
παραυιδών
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραφαίνω
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παράφθεγμα
παραφορᾱ́
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
παραφράγματα
παραφράσσομαι
παραφρονέω
παραφρόνιμος
View word page
παρα-φθάνω
παρα-φθάνωvbep.athem.aor.: 3sg.opt.
παραφθαίῃσιdub.
ptcpl.
παραφθᾱ́ς
mid.ptcpl.
παραφθάμενος
act. and mid., of a runner, a charioteerget past and ahead ofoutstripsomeoneIl.

ShortDef

to overtake, outstrip

Debugging

Headword:
παραφθάνω
Headword (normalized):
παραφθάνω
Headword (normalized/stripped):
παραφθανω
IDX:
31205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31206
Key:
παραφθάνω

Data

{'headword_display': '<b>παρα-φθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παρα-φθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.athem.aor.: 3sg.opt.</Lbl><Form>παραφθαίῃσι<Expl>dub.</Expl></Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>παραφθᾱ́ς</Form><Lbl>mid.ptcpl.</Lbl><Form>παραφθάμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>act. and mid., of a runner, a charioteer</Indic><Def>get past and ahead of</Def><Tr>outstrip</Tr><Obj>someone<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'παραφθάνω'}