Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρατροπᾱ́
παρατροπέω
παράτροπος
παράτροφοι
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραύᾱ
παραυδάω
παραυιδών
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυτα
παραυτίκα
παραφαίνω
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παράφθεγμα
View word page
παραυλίζω
παραυλίζωvbπάραυλος of a rock be adjacent toabutw.dat.a cliffE.

ShortDef

to lie near

Debugging

Headword:
παραυλίζω
Headword (normalized):
παραυλίζω
Headword (normalized/stripped):
παραυλιζω
IDX:
31197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31198
Key:
παραυλίζω

Data

{'headword_display': '<b>παραυλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>παραυλίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πάραυλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a rock</Indic> <Def>be adjacent to</Def><Tr>abut</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a cliff<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'παραυλίζω'}